κάθου
Смотреть что такое "κάθου" в других словарях:
καθού — (Μ) επίρρ. 1. όπως, όπως ακριβώς 2. αφότου, όταν, μόλις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. καθώς με επίδραση τών επίρρ. σε ου] … Dictionary of Greek
καθοῦ — καθίημι let fall aor imperat mid (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Translations of The Lord's Prayer — The Lord s Prayer is a common tool used to compare languages. Since the publication of the Mithridates booksTwo examples are Mithridates de differentis linguis , Conrad Gessner, 1555; and Mithridates oder allgemeine Sprachenkunde mit dem Vater… … Wikipedia
Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
συμβουλώ — άω, Ν [σύμβουλος] (στον Ερωτόκρ.) συσκέπτομαι («κάθου με το βασιλιό να συμβουλάτ ομάδι») … Dictionary of Greek